μπουλουξής

μπουλουξής
και μπουλουκτσής, ο
1. (επί τουρκοκρατίας), διοικητής μπουλουκιού, δηλαδή μικρού στρατιωτικού σώματος ατάκτων
2. άτακτος στρατιώτης
3. ο επικεφαλής θεατρικού μπουλουκιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπουλούκι + κατάλ. -ξής / τσής, κατ' επίδραση της τουρκ. κατάλ. -ci (πρβλ. μπουζου-ξής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αθανασόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Άγγελος (ή Αγγελής). Από τον Πύργο της Ηλείας. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Θ. Κολοκοτρώνη. Διακρίθηκε στο Χλουμούτζι. 2. Ανδρίκαρδος. Από το Ευηνοχώρι Μεσολογγίου. Πολέμησε ως …   Dictionary of Greek

  • Γαρδελίνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, που κατάγονταν από την Τρίπολη, αλλά ζούσαν στην Ύδρα. 1. Βασίλειος ή Κουτσόπουλος. Πολέμησε ως μπουλουξής σε μάχες στα Τρίκορφα, στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά, στη Γράνα, στο Λεβίδι κ.α. 2. Δημήτριος ή Πλατανιώτης.… …   Dictionary of Greek

  • Ηλιόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Μαντινεία και επονομαζόταν Φιλαντρής. Πολέμησε γενναιότατα στις αρκαδικές μάχες και κατά τον αποκλεισμό και την καταστροφή του Δράμαλη. 2. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Καρύταινα της… …   Dictionary of Greek

  • Κουτσονίκας — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από το Σούλι. 1. Αθανάσιος ή Νάσης (Σούλι 1794 – Αγρίνιο 1867). Ήταν γιος του Νικολάου (βλ. 4.). Στην Επανάσταση πολέμησε ως μπουλουξής. Από το 1822 πήρε μέρος, υπό τις διαταγές του Μπότσαρη, στις… …   Dictionary of Greek

  • γάτος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γιάννης ή Μπακογιάννης. Καταγόταν από το Καστράκι του Βάλτου. Διακρίθηκε στις μάχες του Μακρυνόρους και του Πέτα. Πολέμησε επίσης στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. 2. Δημήτριος. Καταγόταν από τη Ναύπακτο. Αγωνίστηκε υπό… …   Dictionary of Greek

  • ηλιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τις Λίμνες της Αργολίδας. Οδηγώντας διακόσιους συγχωριανούς του το 1821, προσχώρησε από τους πρώτους στον Αγώνα. Το 1822 διορίστηκε φροντιστής των στρατευμάτων Κορινθίας και Δερβενίων, καθώς …   Dictionary of Greek

  • κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… …   Dictionary of Greek

  • μπουλούκμπασης — ο (Μ μπουλούκμπασης) (επί τουρκοκρατίας) α) μπουλουξής, διοικητής μονάδας γενιτσάρων β) κατώτερος Τούρκος αξιωματικός με αστυνομικά καθήκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bolukbaşi] …   Dictionary of Greek

  • Αδάμης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγνώστου ονόματος. Αναφέρεται ως πρόκριτος Τρικάλων. Συνετέλεσε στην κήρυξη της Επανάστασης στον Ασπροπόταμο (6 Ιουνίου 1821). Μετά την καταστολή του κινήματος στη Θεσσαλία (1823), πήγε στο Ναύπλιο. Διέθεσε μεγάλα… …   Dictionary of Greek

  • Αϊβαλιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από το Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας. 1. Αγγελής (1770 – 1825). Πρόσφυγας μετά την καταστροφή της πατρίδας του στην Ύδρα. Σκοτώθηκε πολεμώντας στο Νεόκαστρο. 2. Αθανάσιος (1810 – 1850). Διακρίθηκε στην εκστρατεία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”